- μακρόστυλος
- -η, -ο1. (για ναό) αυτός που έχει στύλους τοποθετημένους σε σχετικά αραιά διαστήματα μεταξύ τους2. αυτός που έχει μακρείς, μεγάλου μήκους στύλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)-* + στύλος (πρβλ. τετρά-στυλος, περί-στυλος)].
Dictionary of Greek. 2013.